ελαφήσιος

ελαφήσιος
και λαφήσιος, -α, -ο
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ελάφι ή προέρχεται από αυτό («ελαφήσιο δέρμα, κρέας, τρέξιμο κ.λπ.»)
2. φρ. «ελαφήσιο τρέξιμο» — πολύ ταχύ
3. φρ. «ελαφήσιο βάδισμα» — ανάλαφρο, χαριτωμένο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • -ήσιος — κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής. Στην Αρχαία η κατάλ. ήσιος εμφανίζεται, κυρίως, αφ ενός μεν σε θέματα με χαρακτήρα οδοντικό (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος κ.ά.), αφ ετέρου δε σε επίθετα που έχουν χρονική σημασία (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • ελάφειος — α, ο (ΑΜ ἐλάφειος, ον) ο ελαφήσιος αρχ. 1. (για κυνηγετικό δίχτυ) κατάλληλος για την παγίδευση ελαφιού 2. ο δειλός …   Dictionary of Greek

  • ελάφι — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό της οικογένειας των ελαφιδών, η οποία υποδιαιρείται σε τέσσερις υποοικογένειες: μοσχίνες, μουντιακίνες, οδοντοκοιλίνες και ελαφίνες. Η τελευταία περιλαμβάνει τα πραγματικά και χαρακτηριστικά ελάφια και τη δάμα. Τα ε.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”