- ελαφήσιος
- και λαφήσιος, -α, -ο1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ελάφι ή προέρχεται από αυτό («ελαφήσιο δέρμα, κρέας, τρέξιμο κ.λπ.»)2. φρ. «ελαφήσιο τρέξιμο» — πολύ ταχύ3. φρ. «ελαφήσιο βάδισμα» — ανάλαφρο, χαριτωμένο.
Dictionary of Greek. 2013.